- απροσορατος
- ἀπροσόρατοςἀ-προσόρᾱτος2страшный на вид, ужасный
(πόνος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόνος Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απροσόρατος — ἀπροσόρατος, ον (Α) [προσορώ] αυτός τον οποίο δεν τολμά κανείς να δει, φοβερός … Dictionary of Greek
ἀπροσόρατον — ἀπροσόρατος not to be looked on masc/fem acc sg ἀπροσόρατος not to be looked on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσόρατοι — ἀπροσόρατος not to be looked on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)